κνυζηθμός

κνυζηθμός
κνυζηθμός, ὁ (Α)
1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ' ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.)
2. μούγκρισμα θηρίου
3. κλαψούρισμα παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνυζηθμός — whining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῖς — κνυζηθμός whining masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῖσιν — κνυζηθμός whining masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμοῦ — κνυζηθμός whining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμῷ — κνυζηθμός whining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνυζηθμόν — κνυζηθμός whining masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”